αλουπότρυπα

αλουπότρυπα
η лисья нора

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "αλουπότρυπα" в других словарях:

  • αλεπότρυπα — Ένα από τα σπήλαια του πολύπλοκου συγκροτήματος σπηλαίων του Διρού της Λακωνίας. Στο εσωτερικό του βρέθηκαν οστά ανθρώπων και ζώων και εργαλεία από λίθο και χαλκό της προϊστορικής εποχής. * * * και αλουπότρυπα, η τρύπα, φωλιά αλεπούς. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»